ρομάντζο

ρομάντζο
και ρομάντσο, το, Ν
1. μυθιστόρημα ή αφήγημα που διηγείται μια ερωτική ιστορία
2. ερωτική ιστορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. romanzo < αρχ. γαλλ. romans < λατ. rōmanice < Rōmanus «Ρωμαίος». Η λ. αρχικά σήμαινε κάθε βιβλίο γραμμένο σε δημώδη (ρομανική) γλώσσα και όχι στη λατινική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρομάντζο — ρομάντζο, το και ρομάντσο, το (λ. ιταλ.), μυθιστόρημα ερωτικού συνήθως περιεχομένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρωμανόν — το, Ν (κατά τον Κοραή) το ρομάντζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. roman «ρομάντζο, μυθιστόρημα», κατά τα ουδ. σε ον. Την λ. εισήγαγε ο Κοραής, αλλά δεν επικράτησε] …   Dictionary of Greek

  • Хорн, Димитрис — Димитрис Хорн греч. Δημήτρης Χορν Род деятельности: актёр Дата рождения …   Википедия

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρομάντζα — και ρομάντσα και ρομάνς και ρωμάντζα και ρωμάντσα, η, Ν 1. μουσ. α) παλαιό ισπανικό λαϊκό τραγούδι αφηγηματικού χαρακτήρα β) συνοδευμένη μελωδία με απλό συγκινητικό ύφος που άνθισε στη Γαλλία στα τέλη τού 18ου αιώνα γ) ενόργανη σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • ρομάντσο — το, Ν βλ. ρομάντζο …   Dictionary of Greek

  • ρωμάντζο — και ρωμάντσο, το, Ν βλ. ρομάντζο …   Dictionary of Greek

  • φωτορομάντζο — το, Ν λαϊκό ρομάντζο, ερωτική ιστορία σε έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, τής οποίας το θέμα αναπτύσσεται με φωτογραφίες και υποτίτλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. photoroman (< photo «φωτογραφία» + roman «μυθιστόρημα»)] …   Dictionary of Greek

  • Βέρφελ, Φραντς — (Franz Werfel, Πράγα 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1945). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Συνεργάτης του εκδοτικού οίκου Κουρτ Βολφ της Λειψίας, συνετέλεσε εκτός των άλλων και στην έκδοση της σειράς εξπρεσιονιστικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”