ρομάντζο — ρομάντζο, το και ρομάντσο, το (λ. ιταλ.), μυθιστόρημα ερωτικού συνήθως περιεχομένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρωμανόν — το, Ν (κατά τον Κοραή) το ρομάντζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. roman «ρομάντζο, μυθιστόρημα», κατά τα ουδ. σε ον. Την λ. εισήγαγε ο Κοραής, αλλά δεν επικράτησε] … Dictionary of Greek
Хорн, Димитрис — Димитрис Хорн греч. Δημήτρης Χορν Род деятельности: актёр Дата рождения … Википедия
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ρομάντζα — και ρομάντσα και ρομάνς και ρωμάντζα και ρωμάντσα, η, Ν 1. μουσ. α) παλαιό ισπανικό λαϊκό τραγούδι αφηγηματικού χαρακτήρα β) συνοδευμένη μελωδία με απλό συγκινητικό ύφος που άνθισε στη Γαλλία στα τέλη τού 18ου αιώνα γ) ενόργανη σύνθεση… … Dictionary of Greek
ρομάντσο — το, Ν βλ. ρομάντζο … Dictionary of Greek
ρωμάντζο — και ρωμάντσο, το, Ν βλ. ρομάντζο … Dictionary of Greek
φωτορομάντζο — το, Ν λαϊκό ρομάντζο, ερωτική ιστορία σε έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, τής οποίας το θέμα αναπτύσσεται με φωτογραφίες και υποτίτλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. photoroman (< photo «φωτογραφία» + roman «μυθιστόρημα»)] … Dictionary of Greek
Βέρφελ, Φραντς — (Franz Werfel, Πράγα 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1945). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Συνεργάτης του εκδοτικού οίκου Κουρτ Βολφ της Λειψίας, συνετέλεσε εκτός των άλλων και στην έκδοση της σειράς εξπρεσιονιστικών… … Dictionary of Greek